ευφημίζω

ευφημίζω
μετ.
1) хвалить, восхвалять; 2) заменять эвфемизмом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ευφημίζω" в других словарях:

  • ευφημίζω — (Μ εὐφημίζω, Α εὐφημίζομαι) [εύφημος] λέγω για κάποιον εύφημους, επαινετικούς λόγους, επαινώ, εγκωμιάζω νεοελλ. ονομάζω κάτι κακό με ευοίωνες λέξεις μσν. ονομάζω, αναγορεύω μσν. αρχ. ζητωκραυγάζω, επευφημώ αρχ. παθ. εὐφημίζομαι μεταχειρίζομαι… …   Dictionary of Greek

  • κατευφημίζω — (Α) (επιτ. τ. τού ευφημίζω) κατευφημώ*, εγκωμιάζω, πλέκω εγκώμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐφημίζω «λέγω καλά λόγια»] …   Dictionary of Greek

  • ευφημισμός — ο (ΑΜ εὐφημισμός) [ευφημίζω] 1. έπαινος, εγκώμιο, εύφημη μνεία 2. γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται χρησιμοποίηση εύφημης λέξεως για κάτι δυσάρεστο ή κακό: Εύξεινος πόντος αντί άξενος πόντος, γλυκάδι αντί ξίδι, Ευμενίδες αντί Ερινύες… …   Dictionary of Greek

  • ευφημιστής — ο [ευφημίζω] αυτός που χρησιμοποιεί ευφημίες, που εγκωμιάζει, που επαινεί …   Dictionary of Greek

  • συνευφημίζω — Μ [εὐφημίζω] επευφημώ συγχρόνως …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՐԵՀԱՄԲԱՒԵՄ — (եցի.) NBH 1 451 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 9c, 10c, 12c, 13c ն. εὑφημέω, εὑφημίζω celebro, laudo Բարեհռչակել, ներբողել, գովել. եւ Օրհնել. *Զաշխարհս մեր բարեհամբաւեսցուք. Խոր. հռիփս.: *Բարեհամբաւելով ընդ ամենայն տիեզերս. Պիտ.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»